υπαστυνόμος

υπαστυνόμος
ο
1) (младший) лейтенант полиции; 2) помощник начальника полицейского участка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπαστυνόμος" в других словарях:

  • υπαστυνόμος — ο, Ν 1. ο κατά σειράν ιεραρχίας αμέσως μετά τον αστυνόμο αξιωματικός, ο αναπληρωτής αστυνόμου 2. βαθμός αξιωματικού τής Ελληνικής Αστυνομίας, διαχωριζόμενος σε δύο τάξεις·3. φρ. «υπαστυνόμος Β » ο βαθμός με τον οποίο αποφοιτούν οι νέοι… …   Dictionary of Greek

  • υπαστυνόμος — ο βαθμός αξιωματικού της αστυνομίας πόλεων που αντιστοιχεί στο βαθμό υπολοχαγού ή ανθυπολοχαγού: Υπαστυνόμος α ή β τάξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Inspector Rex — Kommissar Rex Format Police drama Created by Peter Hajek Peter Moser Starring see Characters Opening theme A Good Friend(First 10 (8) Seasons) My Friend Rex (Season 11 (9) present) …   Wikipedia

  • Police rank — Lists of the ranks of various police agencies and forces all around the World: Contents 1 Australia 2 Belgium 3 Brazil 4 Canada 5 …   Wikipedia

  • Kommissar Rex — Seriendaten Originaltitel Kommissar Rex …   Deutsch Wikipedia

  • Комиссар Рекс — У этого термина существуют и другие значения, см. Рекс. Комиссар Рекс Kommissar Rex …   Википедия

  • Cities Police — Astynomia Poleon Αστυνομία Πόλεων Cities Police badge, 1974–1984 …   Wikipedia

  • Греческая полиция — Отряд по восстановлению общественного порядка Мотоциклетная полицейская к …   Википедия

  • Полиция Греции — Отряд по восстановлению общественного порядка …   Википедия

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • ανθυπαστυνόμος — ο αστυνομικός (Αστυνομίας Πόλεων) με βαθμό μεταξύ υπαξιωματικού (αρχιφύλακα) και αξιωματικού (υπαστυνόμου Β ) [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπαστυνόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»